ξεραχνιάζω

ξεραχνιάζω
βλ. ξαραχνιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξαραχνιάζω — και ξεραχνιάζω αφαιρώ τους ιστούς τής αράχνης, βγάζω τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αραχνιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξαραχνιάζω — ξαράχνιασα, ξαραχνιάστηκα, ξαραχνιασμένος, καθαρίζω τόπο από τους ιστούς που δημιούργησαν οι αράχνες, αλλ. ξεραχνιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”